Έρχεται αργά ή γρήγορα στη ζωή του κάθε παδιού να σταματήσει να είναι η «μπέμπα, μπουμπού» ή κάτι εξίσου κομψό και να αποκτήσει ένα φυσιολογικό όνομα σαν κανονικός άνθρωπος. Στην Ελλάδα, κατά κανόνα, η στιγμή αυτή σηματοδοτείται με τη βάπτιση, οπότε και επιτυγχάνεται ένας διπλός στόχος. Το παιδί παίρνει όχι μόνο το όνομα αλλά και το δόγμα, ή αλλιώς το θρήσκευμα. Ο κανόνας, όμως, επιβεβαιώνεται από τις εξαιρέσεις που στην περίπτωση της ονοματοδοσίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στην αφάνεια.
Σε αντίθεση με τον πολιτικό γάμο, ο οποίος χάριν συντομίας και οικονομίας, κερδίζει σταθερά έδαφος (άσχετα αν το ζευγάρι συνήθως επιφυλάσσεται για το θρησκευτικό), η πράξη ονοματοδοσίας αγνοείται από ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων με τους οποίους μιλάω.
Ο διάλογος συνήθως πηγαίνει κάπως έτσι:
– Χρόνισε, χρόνισε; (με ύφος θα ρωτήσω κι άλλα μετά)
– Όχι ακόμη (ύφος κάτι άλλο θες να ρωτήσεις τώρα, αλλά τι;)
– Τη βαφτίσατε; (ύφος πότε θα τη βαφτίσετε είπαμε;)
– Όχι ακόμη (ύφος μη με ρωτήσεις πότε)
-Πότε θα τη βαφτίσετε; (ύφος γιατί είναι δεδομένο)
– Καλύτερα μην κλείσετε θέση! (ύφος γιατί δεν είναι δεδομένο)
-Αααα(πογοήτευση)… Καλά και πώς θα τη φωνάζετε;
– Μααα(πορία)… Έχει όνομα. Τη λένε Δάφνη- Αναστασία. Έχουμε κάνει πράξη ονοματοδοσίας.
– Τι έχετε κάνει;!;! (με ύφος κρίμα το παιδάκι…)
– Ονοματοδοσία. Στο ληξιαρχείο (με ύφος σου μιλάω για κάτι υπαρκτό)
Κι εκεί είναι που διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν τη δυνατότητα που έχουν οι γονείς, να πάνε στο ληξιαρχείο με τις ταυτότητές τους και να δηλώσουν ποιό θα είναι το όνομα του παιδιού. Οι υπόλοιπο απλώς τη σνομπάρουν.
Το τι επιλέγει ο κάθε γονιός είναι συνάρτηση των πεποιθήσεών του και των επιθυμιών του και δεν έχω καμία αντίρρηση ο,τι κι αν είναι αυτό.
Αρκεί να γνωρίζουμε τις επιλογές και τις δυνατότητές μας.
(Last Babble: Ρωτήστε στο οικείο Ληξιαρχείο για περισσότερες πληροφορίες)