Χθες πραματοποιήθηκε σε κάμποσα μέρη πανελλήνιος ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός, μια πρωτοβουλία για την υποστήριξη της πρακτικής. Με αφορμή αυτό το γεγονός διαπιστώνω κάτι που υποψιαζόμουν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο θηλασμός μου φαίνεται τόσο φυσικό και αυτονόητο πράγμα που κάθε φορά που κάποιος με ρωτάει “θήλασες;” τον κοιτάω περίεργα λες και μου είπε: “κατούρησες;”
Δεν ήταν καν θέμα, πως να σας πω, ήρθε ως φυσική εξέλιξη. Το μωρό βγήκε από μέσα, το καθάρισαν, το περιποιήθηκαν κι εμένα το ίδιο και μετά από ένα τρίωρο, στο οποίο δεν έφαγε τίποτα άλλο, μου το ακούμπησε η μαία στο στήθος. Μωρό και στήθος φέρθηκαν όπως κάθε δύο οντότητες φτιαγμένες η μια για την άλλη και μια υπέροχη ιστορία θηλασμού ξεκίνησε.
Θήλασα συνολικά για έξι μήνες. Εγώ καλά- το παιδί καλύτερα, μέχρι εδώ όλα εντάξει.
Το περίεργο της υπόθεσης ξεκινάει όταν το τι έκανα εγώ εμπίπτει σε έναν τεράστιο διάλογο -αν ήταν μεταξύ αντρών θα είχαμε καθημερινές ανταποκρίσεις στις ειδήσεις, κάτι σαν αθλητικά- που απαντά συνήθως ακραία στο ερώτημα θηλασμός, ναι ή όχι;
Στο ένα άκρο οι μαμάδες που δε θέλουν να θηλάσουν καθόλου, ή να θηλάσουν για τις πρώτες σαράντα μέρες το πολύ.
Στο άλλο άκρο οι μαμάδες που θέλουν να θηλάζουν για πάντα, ή να θηλάσουν για τον πρώτο χρόνο το λιγότερο.
Με επιχειρήματα, άποψη και πάθος στις υπηρεσίες ενός νέου εμφυλίου, αυτόν του βυζιού.
Δε με ενοχλεί που υπάρχουν ακραίες απόψεις, ή πρακτικές γιατί υπάρχει κι ένα “κατά τη γνώμη μου” από πίσω και γιατί κανένας δε μου επέβαλε τι να κάνω στο δικό μου παιδί. Με ενοχλεί, όμως, που μέσα στο πάνθεον του γυναικείου θηλασμού δε μπορώ να βρω μια θέση να κουρνιάσω.
‘Η θα με παραμαζεύουν γυναίκες που θεωρούν ότι θήλασα λίγο, ότι την πάτησα από άγνοια, ότι δεν πήγα το παιδί μου στον σωστό παιδίατρο,
ή θα με υποτιμούν γυναίκες που θεωρούν ότι το παράκανα θηλάζοντας και ότι μια χαρά μεγαλώνουν και μωρά χωρίς.
Δε μου δημιούργησαν αμφιβολία, ούτε ανασφάλεια οι αντιδράσεις: κοίταζα το παιδί μου από πολύ κοντά για να είμαι σίγουρη ότι ερμήνευσα σωστά αυτό που χρειαζόταν.
Με θυμώνει γιατί δημιουργεί μια ένταση ανάμεσά μας. Μας χωρίζει τη στιγμή που έχουμε να ανταλλάξουμε και να δώσουμε η μία στην άλλη.
Αν μη τι άλλο, ιστορίες.
Γυναίκες που θηλάζουν, που θήλασαν, που δε θηλάζουν, που δε θήλασαν, που
το λατρεύουν, που το μισούν,
γυναίκες τις οποίες “νιώθω” και ξέρω τι έχουν περάσει.
Ως γυναίκες και ως μάνες-
αξίζουν το σεβασμό και δε θα αφήσω κανένα να με πείσει να τις κρίνω γι’ αυτό που κάνουν. Άσχετα αν συμφωνώ ή διαφωνώ.
Θα τις αγαπώ πάντα γι’ αυτό που είναι.
Γυναίκες.