Ξεκινάς το πρωί με το χαμόγελο, σα διαφήμιση απορρυπαντικού κι η ώρα έντεκα είσαι σα το σφουγγαρόπανο της ίδιας διαφήμισης: τόσο ταλαιπωρημένη από το πέρα δώθε που δε μπορείς ούτε τα καλά της ημέρας να σκεφτείς.
Το μυαλό κολλάει στις σκοτούρες: το παιδί που δεν κοιμάται καλά σήμερα, ξυπνάει ανά μισή ώρα και κλαίει σαν να ξαναγριπώνεται, ένας βήχας που επιμένει και με ανησυχεί, ένα καρουμπαλάκι που δεν υπήρχε πριν φύγω για δουλειά, το αυτοκίνητο που κάνει έναν ήχο που δεν είναι για καλό, το μπάνιο που έχει ξεμείνει από θέρμανση και τι θα κάνω αν πιάσουν τα κρύα, τα 7 μποφώρ που έχει το Θρακικό και με κάνουν πιο αποκλεισμένη απ’ ότι είμαι κι εκείνη η στοίβα των ασιδέρωτων που δεν έχει μειωθεί καθόλου από το πρωί που την άφησα.
Υπήρξαν, όμως, και τα καλά.
Ο φανταστικά φτιαγμένος latte στο καφέ Σχολείο,
Το χρώμα της αμπέλοψης το φθινόπωρο,
η αγάπη που πήρα σε μορφή ζωγραφιάς,
η Δάφνη με γυαλιά ηλίου στη σχεδόν βροχή,
κι ένα πραγματικά εντυπωσιακό ηλιοβασίλεμα.
Προσπαθώ να σκεφτώ τα καλά. Προσπαθώ αλλά δεν τα καταφέρνω.
Νιώθω νικημένη.
Τι να γίνει.
Έχει και τέτοιες μέρες.
Υπομονή.