… δε μπορεί, κάτι θα βρεις.
Έτσι κι εμείς ξεκινήσαμε αποφασισμένες με τη Δάφνη.
Η αναζήτηση άρχισε από νωρίς το πρωί.
Βγήκαμε από το σπίτι και κοιτάξαμε προς τα πάνω, εκεί που τελειώνει ο Ξηροπόταμος και αρχίζει το φαράγγι.
Ψάξαμε προς την νότιο-ανατολική πλευρά. Εκεί που τις καθαρές μέρες φαίνεται στο βάθος της θάλασσας, θαρρείς και κολυμπάει, ο Άθως με το εμβληματικό του συννεφάκι- καπέλο.
Κοιτάξαμε μέσα στις κουφάλες αρχαίων δέντρων που ξέρουν τα πιο μεγάλα μυστικά.
Ρωτήσαμε σπίτια.
Τα καινούρια δεν απάντησαν και τα παλιά δεν ήξεραν να μας πουν, αλλά μας ευχήθηκαν καλή τύχη στην αναζήτησή μας.
Κανείς δε μπορούσε να μας βοηθήσει.
Έτσι, πήραμε άπραγες το δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι.
“Μαμά, κακεί!”, έσπασε την απογοήτευση η ενθουσιασμένη φωνή της Δάφνης και το μικροσκοπικό της δαχτυλάκι έσπευσε να τεντωθεί και να μου δείξει ένα ισχνό μωβ λουλουδάκι.
Μαμά, εκεί!, θα έλεγε να ήταν μεγαλύτερη. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε ούτε εμένα να καταλάβω, ούτε εκείνη να χαρεί.
Μαλακά, της λέω. Μπορεί να κοιμάται ακόμη.
Όσι, όσι μου είπε, στην ίδια δαφνοδιάλεκτο που σε λίγο καιρό θα γίνει ένα πράγμα με τα δικά μας λόγια.
Νοου, νόου, προσέθεσε καλύπτοντας το ενδεχόμενο να μην έχω καταλάβει και η φάτσα της ολόκληρη έλαμπε.
Και πώς όχι;
Είχαμε βρει την άνοιξη!
Ξεκινήστε να ψάχνετε μέσα σας κι όπου να’ ναι θα τη δείτε και γύρω σας.
Πάντα αργεί λίγο, αλλά πάντα έρχεται!
Καλό σας απόγευμα!