Κάποιοι νομίζουν με τραβάει η παρακμή κι όλο βρίσκομαι να περπατάω σε ερείπια και να εξερευνώ σπίτια- φαντάσματα. Δεν είναι αυτό.
Με συγκλονίζει η ματαιότητα της ζωής και οι στιγμές που περνάν και χάνονται. Αυτό που τώρα είναι ένα βρομερό ερείπιο στα μάτια μου αναστηλώνεται, ανανεώνεται και η φαντασία μου το ξανακάνει καινούριο στέλνοντας το πίσω στη νεότητά του, όταν ίσως αντηχούσε παιδικά γέλια, στέγαζε έρωτες και μύριζε φρεσκοτριμμένη κανέλα.
Οι προηγούμενες ζωές.
Οι άνθρωποι που πέρασαν και χάθηκαν και τίποτα πια δε μένει να πει πως υπήρξαν εκτός από τα κτήρια που ήταν κάποτε τα σπίτια τους και που αργά ή γρήγορα θα χαθούν κι αυτά.
Και πάνω που νομίζεις πως όλα είναι περασμένα, νεκρά κι έρημα, έρχεται μια μπουγάδα να σου πει πως υπάρχει ακόμη ζωή. Με δυσκολίες, με φτώχια, με ζόρι που ούτε φαντάζομαι στο ζεστό σαλόνι του σπιτιού μου.
Και μερικοί άνθρωποι αναγκασμένοι, σαν τα βρύα, να προσκολληθούν με πάθος στο βράχο της ζωής για να υπάρξουν.
Γνωστές κι “από μακριά” ιστορίες.
Δεν κρατιέται όμως η ψυχή και λυγίζει όταν ανάμεσα σε φόρμες και φανέλες βλέπεις και βρεφικά ρουχαλάκια, να, όσο της Δάφνης.