Δεν είναι εύκολο να το γράψω αυτό ξανά. Το νιώθω αναγκαίο όμως να προσπαθήσω.
Σου έγραφα- πριν σβηστεί δύο φορές…- με μεγάλη ένταση και συγκίνηση πως κάποτε μεγάλωνα την καρδιά σου μέσα μου.
Τώρα πιά κρατάς εσύ τη δικιά μου.
Σε κοιτάζω την ώρα που μισοξυπνάς κι η διάθεσή μου απογειώνεται. Αναρωτιέμαι:
Είσαι εσύ τόσο αστεία ή εγώ τόσο ευτυχισμένη που σε έχω;
Ωστόσο δεν έχω αυταπάτες. Το έχω καταλάβει καλά ότι όσο τα χέρια μου είναι γεμάτα από σένα, τόσο ο χρόνος τρέχει.
Πριν το καταλάβω θα έχεις μεγαλώσει.
Θα έχεις άλλες ασχολίες, ενδιαφέροντα, συμμαχίες.
Άραγε τότε θα με θέλεις;
Θα θέλεις να κάνουμε όλα εκείνα τα χαζά που κάνουν οι μαμάδες με τις κόρες;
Κατασκευές,
Ψώνια,
Βόλτες, ατελείωτες συζητήσεις, αγκαλιές.
Ίσως ναι. Μα μετά θα μεγαλώσεις κι άλλο. Κι εγώ από ήλιος θα γίνω κουκίδα στο σύμπαν σου. Κι αντί να λυπάμαι θα χαίρομαι που έβαλα κι εγώ το χεράκι μου στο να γίνεις αυτόνομος κι ολόκληρος άνθρωπος και θα νιώθω περήφανη για σένα.
Θα παρακαλάω μόνο να είμαι από μια μεριά να σε βλέπω.
Κι αν όχι,
αν όχι, όμως, Δαφνάκι μου,
να ξέρεις ότι η μαμά σου πραγματοποίησε το μεγαλύτερό της όνειρο της, τη στιγμή που σε πρωτοκράτησε στην αγκαλιά της,
να ονειρεύεσαι δυνατά και να μη συμβιβάζεσαι με τίποτα λιγότερο από την ευτυχία.
Με έναν τρόπο που δε μπορώ να εξηγήσω, θα είμαι πάντα εδώ.
Σ’αγαπώ, αστεράκι μου όμορφο.
Η μαμά.
(αυτή η πεισματάρα που δεν το βάζει κάτω σε αναποδιές και συχνά γράφει κλαίγοντας.)