Είναι ένα κάρο πράγματα που κανείς δε σου λέει όταν θέλεις να κάνεις παιδί, ούτε όταν μένεις έγκυος, ούτε όταν φτάνεις να το κάνεις.
Ένα από αυτά είναι πως κάθε φορά που θα αρρωσταίνει, ανεξάρτητως λίγο ή πολύ, ελαφρύτερα ή βαρύτερα, η ψυχή σου θα βγάζει οne way για Κούλουρη.
Έτσι και σήμερα.
Ξύπνησα νιώθοντας ένα καυτό πατουσάκι επάνω μου.
“Κάτι δεν πάει καλά”, ένιωσα κι άνοιξα τα μάτια αποδιώχνοντας βιαστικά τον ύπνο.
Χέρι στο μέτωπο. “Μα αυτή … βράζει”. Τρεχάλα. Αγωνία. Θερμόμετρο.
39,4.
Ο αριθμός της μέρας μου.
Πρώτη φορά, πρώτο παιδί, πρώτο σοκ.
Ντεπόν. Ένα κουτάλι της σούπας. Για παιδίατρο ούτε αστείο. Δεν έχει στη Σαμοθράκη. Κέντρο Υγείας κι ο θεός βοηθός.
Φτάνουμε. Η γριά πριν με κοιτάει με φρύδι κολλημένο στο μέτωπο όταν της ζητάω να μου παραχωρήσει τη σειρά της. Με το ζόρι μου ανοίγει την πόρτα. Κι ας γράφει με εικοσάρια μπολντ γράμματα σε ανακοίνωση ότι οι έγκυες και τα μωρά έχουν προτεραιότητα. Λες κι έπρεπε να το γράφει.
Γιατρός. Δεν την ξέρω. Δε μας ξέρει.
Κατσάδα.
“Πόσα cc? Πόσα cc της δώσατε ακριβώς; Τι πάει να πει ένα κουτάλι; Τι είναι το κουτάλι; Μεζούρα; Μάνα είσαι, δεν ξέρεις;”
Η χειρότερη μάνα του κόσμου δε μπόρεσε να απαντήσει ότι ο τρόπος που βρίσκουμε τα cc είναι το βάρος του παιδιού διά δύο συν δύο.
Δώδεκα κιλά, δια δύο ίσον έξι, συν δύο, οκτώ cc.
Σκυμμένο κεφάλη, σκυμμένη διάθεση.
“Ούτε της καθαρίζεις τη μύτη με φυσιολογικό ορό;”
Η χειρότερη μάνα στον κόσμο τόλμησε να ψελλίσει.
“Μα τη φυσάει…”
“Καλό που τη φυσάει αλλά πρέπει και να την καθαρίζεις. Το πρώτο σου είναι ε; Φαίνεται”.
Σάλιο γρανίτης κατεβαίνει με δυσκολία από το λάρυγγα.
“Σε παιδίατρο την έχεις πάει ποτέ;”.
Κοκκίνισμα.
Ο θυμός με πνίγει. Κοντά δύο χρονών το παιδί μου. Με δύο παιδιάτρους στην Αλεξανδρούπολη και μία στη Θεσσαλονίκη και τακτικές επισκέψεις από την πρώτη στιγμή, σε βαθμό που όταν έχω αμφιβολία για τη γνωμάτευση, παίρνω το παιδί και το τρέχω στη Θεσσαλονίκη- 5 ώρες ταξίδι. Για να με ρωτήσει η άγνωστη γιατρός αν το έχω πάει σε παιδίατρο.
Εγωισμός γαργάρα. Δεν είμαι εγώ το θέμα.
Ψυχολογία κάτω στο πάτωμα. Χειρότερα από λεκές. Με το παιδί, ζυμάρι λιωμένο από τον πυρετό.
Πρωτόγνωρος πόνος. Λες και το αίμα μου έχει γίνει σταγόνες σταγόνες και κάθε σταγόνα πονάει χωριστά.
Και το σιρόπι. Με σύριγγα. Να την κρατάνε 3,,εγώ να παλεύω κι εκείνη να σπαράζει.
Περιττή βία, περιττός τραμπουκισμός. Κατανοητό. Λίγος χρόνος, λίγο προσωπικό, λίγα μέσα, πολλοί ασθενείς. Όχι “Ελλάδα”. Σαμοθράκη. Θέλει τόλμη να ζεις εδώ και σχεδόν θράσσος όταν δεν είσαι κι από δω.
Έλα μωρέ, παιδιά. Όλα αρρωσταίνουν.
Αυτό θα ακούσεις να λένε στην καλύτερη που καθόλου δεν περιγράφει την αγωνία, το φόβο, την παράνοια, τις κακές σκέψεις, τα ξενύχτια και τη φροντίδα μιας μάνας όταν αρρωσταίνει το παιδί της.
Κι από τη μία λέω, α ρε μάνα μόνο εσύ με προιδέαζες ότι “όταν γίνω μάνα μόνο τότε θα καταλάβω” κι από την άλλη αναρωτιέμαι: και να μου τα ‘λεγαν τι θα άλλαζε σάμπως; Θα επέλεγα να μην κάνω παιδί;
Ζεις για τα καλά και ξεπερνάς τα κακά. Αναγκαστικά. Κι αυτό το μάθημα το δίνεις και στο παιδί σου. Ακόμη κι αν είσαι… η χειρότερη μάνα του κόσμου.
Περαστικά σε όλα τα μικρά αρρωστούλια και κουράγιο σε όλες τις μαμάδες και τους μπαμπάδες που είναι στο πλευρό τους.
Ένα καλό και υγιές βράδυ για όλους.