Δεν χρειάζεται να είσαι ούτε γονιός, ούτε παιδοψυχολόγος για να αντιληφθείς ότι ένα παιδί επικοινωνεί με το δικό του τρόπο, ο οποίος παντελώς διαφέρει από εκείνον των ενηλίκων.
Παίζοντας ας πούμε συχνά ξεπηδούν ένα καρό πληροφορίες για τα συναισθήματα, τις πρακτικές, την καθημερινότητα.
Έχω την τύχη να έχω τη Δάφνη, μια καθημερινότητα κολλητή μαζί της και τα μάτια μου ανοιχτά. Παρόλαυτά, δεν περίμενα να είναι τόσο ξεκάθαρο κι από το μήνυμα όπως εκείνη τη νύχτα.
Είχαμε κάνει την πρώτη μέρα οδικώς και μεταμεσονυκτίως το Αλεξανδρούπολη – Θεσσαλονίκη, την επόμενη το πρωί φύγαμε επίσης οδικώς για Αθήνα και το απόγευμα πήραμε το πλοίο από τον Πειραιά.
Ήμασταν οκτώ ώρες στο πλοίο- η Δάφνη δύο χρονών.
Δεν αφήσαμε πόντο ανεξερεύνητο κι ο ενθουσιασμός της δεν έλεγε να κοπάσει ακόμη κι όταν οι σωματικές της δυνάμεις την είχαν πια ολότελα εγκαταλείψει.
Ζήτησε τα ζώα της- «μαμά, άμασου» (animals). Λίγο πριν είχαμε τελειώσει το διάβασμα ενός βιβλίου με πρωταγωνιστές ένα σκίουρο, μια κουκουβάγια και φόντο το δάσος.
Ξεκίνησα να παρατηρώ όλο ενδιαφέρον, νομίζοντας ότι το ‘χω πιάσει απόλυτα, αν κι αποδείχτηκε από τις επόμενες φορές που το ξανάδα ότι μου είχαν ξεφύγει μερικά έξυπνα στοιχεία.
Ξεκινάει από το κορίτσι, που είναι εκείνη, βάζει το σκυλί, που έχουμε, το σκίουρο, ελλείψει κουκουβάγιας το πουλί, ελλείψει δάσους το λουλούδι κι αρχίζει μετά και τα μαζεύει όλα.
Και τα ξαπλώνει στο τέλος γιατί κοιμούνται. Όλα εκτός από εκείνη.
Και μάλλον της τη σπάει αυτή η διαπίστωση και τα γκρεμίζει στο τέλος όλα!
Αγαπώ τον τρόπο που εκφράζονται τα παιδιά- θα μπορούσα να μην κάνω τίποτα σχεδόν όλη μέρα παρά να κάθομαι να παίζω μαζί τους και να τα παρατηρώ να ζούνε στο δικό τους μαγικό παραμυθένιο κόσμο!