Το θέμα δεν είναι ούτε πως τη γνώρισα, ούτε γιατί φτάσαμε να μιλάμε, ούτε καν υπό ποιές συνθήκες μου αποκάλυψε ότι δοκιμάζει τα όρια της αναμετρώντας τις δυνάμεις της με εκείνες της Ποίησης. Το θέμα είναι πως ζούμε σε ένα αρκετά πεζό κόσμο που η κάθε μικρή πολυτέλεια, χρόνου και σκέψης, συχνά απαξιώνονται ή απλώς προσπερνιούνται.
Το momfatale.gr, αντιδραστικό κατά κανόνα στα trends του καιρού, προσπαθεί να είναι ένας χώρος που η κάθε γυναίκα μπορεί να καταθέσει τα συναισθήματά της
– κι αν είναι σε στίχους, ακόμη καλύτερα για μας.
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, σας παρουσιάζω την Αθηνά, έτσι όπως μας συστήνεται από το κείμενό της.
πηγή φωτό
Τέλος
της Αθηνάς Σιδερά
Όνειρα δυσοίωνα
σαν κορακιού τραγούδια
και βλάσφημα γριμόρια που ’γραψαν οι ερινύες,
διάλεξαν οι φωνές μου για να πουν
Εσένα που’ χες στο άγγιγμα κάτι το θείο
πως πρέπει για πάντα να χάσω.
Με διέταξαν βίαια τα φτερά μου να σπάσω
κι απ’ τη σάρκα μου πάνω
-που μου’ γινες ένα-
με τα ίδια μου νύχια να σε ξεκολλήσω φριχτά
μήπως γίνει ο πόνος του θρήνου το δόλωμα
και του χρόνου το βάλσαμο
να’ ρθει πιο γρήγορα
κι ήπια να πορέψει η ψυχή μου.
Κι ό,τι έθαψα απ’ τον άνθρωπο που υπήρξα
-πριν να γράψεις Εσύ το όνομά μου-
πρέπει πάλι δυνάμεις να βρω,
ν’ ανασύρω απ’ τα βάθη τις μάσκες
και με βλέμμα βαρύ, πιο βαριά τη καρδιά
να κολλήσω συντρίμμια του παλιού μου προσώπου
και με μνήμες σπασμένου καθρέφτη
το Εγώ μου να μπαλώσω ξανά.
Τα εύοσμα χέρια σου λένε ν’ αφήσω
που πλέξαν μεσημεριάτικους ύμνους
στα μέσα μιας ζέουσας πάλης
στα νερά και στα δάση που υπήρξα για’ σένα.
Τα μάτια σου λένε να σβήσω
που κατάμονες βαρκούλες του Νείλου
-κι απ’ τα νερά τους έξω-
με σημαία μια θλίψη μα και δίχτυ μαζί,
μ’ ακούσαν μια μέρα παρόχθια να κλαίω
για μια μάταιη χαρά που ακόμα αργεί
και μαζί τους με πήραν.
Απόψε, μου πάει να σου γράψω ένα γράμμα
στον βρυχηθμό του ανέμου επάνω
-μιας κι οι δρόμοι κλειστοί
με βαριές κλειδωνιές-
να σου πει πως με βρήκε ξανά η παλιά μου η θλίψη
κι ότι άχλη βαριά τη ψυχή και τα άνθη πλακώνει τριγύρω.
Μα τι νόημα τάχα θα’ βγει κι αμέσως γνώμη αλλάζω.
Σ’ αγαπάω εδώ και συχνά συλλογιέμαι
κάθε που ο καιρός σακάκι θ’ αλλάζει
τι στρώμα θα’ ρίχνεις στο παγωμένο σου σώμα
τώρα που έξω σ’ αφήνω
από’ μένα;
Που γάρμπος και πόθο να βρω
για να ρίξω στο κορμί μου επάνω
αφού στο δέρμα που μένω
η μυρωδιά σου τελειώνει.