Βλέπω πολλές μαμάδες που πηγαίνουν τα παιδιά τους στην παιδική χαρά που βρίσκεται δυο βήματα από το σπίτι μου. Συχνά κρατούν ένα καφέ στο χέρι, καμιά φορά καπνίζουν, συζητούν με τη διπλανή τους και, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ρίχνουν ματιές για να βεβαιωθούν ότι τα παιδιά τους παίζουν χαρούμενα και αρμονικά με τα υπόλοιπα.
Όσες έχουν μικρότερα παιδιά τείνουν να είναι όρθιες και να τα βοηθούν, είτε υποβαστάζοντάς τα, είτε κουνώντας την κούνια τους.
Όσες έχουν μεγαλύτερα, βολεύονται στο παγκάκι απ’ όπου σηκώνονται για να παρέμβουν σε κάτι ή για να φύγουν, όταν φτάσει εκείνη η ώρα.
Οι περισσότερες κουβαλούν το … οπλοστάσιό τους: εκτός από τα “απαραίτητα”, δηλαδή παγουράκι, χυμό, ένα μπισκοτάκι ή φρούτο, κάποιο αλμυρό σνακ -από πελώριες τσάντες βγαίνουν αυτοκινητάκια, μπαλίτσες, κούκλες, ρουχαλάκια, κουβαδάκια, φτυαράκια, ποδήλατα κι άλλα πολλά. Τις καταλαβαίνω: τα παιδιά χρειάζονται απασχόληση κι η απασχόληση προυποθέτει φροντίδα και προετοιμασία.
Εγώ πάλι κάθομαι κάτω. Κατάχαμα.
Κρατάω κιμωλίες και τα, κατά κανόνα, μαύρα ρούχα μου είναι γεμάτα σκόνες ροζ, κίτρινες και μπλε. Ζωγραφίζω στο πάτωμα σχέδια απλά: ένα τρίγωνο, ένα τετράγωνο, ένα μπαλόνι, ένα λουλούδι, μια καρδούλα.
Δίπλα μου ακουμπισμένο σχεδόν πάντα ένα θερμός με τσάι, ένα μήλο και μωρομάντηλα, για τη στιγμή που θα αποφασίσω να γυρίσω στη σοβαρότητα των 37 χρόνων της ηλικίας μου και στο κομ-ιλ-φο παγκάκι που αρμόζει στις μαμάδες.
Παίζω και παρατηρώ τη Δάφνη να παίζει πιο δίπλα. Με παρατηρεί κι εκείνη. Καιρό τώρα.
Σηκώνεται, έρχεται κοντά, παίρνει τις κιμωλίες, κάθεται κάτω. Μαζεύονται κι άλλα παιδάκια γύρω της. Παίρνουν κι εκείνα κιμωλίες και σχεδιάζουν πλέον όλα μαζί.
Με πλημμυρίζει μια αίσθηση γαλήνης και χαράς, ενώ για το επόμενο μισάωρο παρατηρώ καρδούλες και λουλούδια και πουλιά να ξεπετιούνται από τη φαντασία και τα χεράκια των παιδιών.
Ένα κομμάτι πάτωμα κι ένα κομμάτι κιμωλία.
Πόσο πιο απλά;
Πόσο πιο όμορφα;
Καλή κι η αφθονία, αλλά ασύγκριτη η ποιητική της απλότητας.
Καλημέρα σας!
<3