Θυμάμαι τη μαμά μου. Και πριν από εκείνη τη γιαγιά μου. Καμία από τις δύο δεν έμοιαζε να συμπαθεί τις γιορτές κάτι που τις έκανε να φαίνονται εξωγήινες στα μάτια μου: εγώ ήμουν παιδί, τις λάτρευα. Κι όταν λέω «γιορτές» εννοώ κάθε είδους αργία και σχόλη: των τριών ιεραρχών, την καθαρά Δευτέρα, καλά για τα Χριστούγεννα δεν το συζητώ: με το που τελείωνε το Πολυτεχνείο (αυτό δεν το συμπαθούσα καθόλου) πως και τι τα περίμενα.
Και μετά μεγάλωσα. Κι έκανα δικό μου παιδί (το έμβρυο δεν το μετράω ακόμη- είναι ενσωματωμένο κι άρα απόλυτα καβατζωμένο)- πήγα στη μαμά μου για Χριστούγεννα. Την είδα συστηματική και ελαφρώς αγχωμένη, δυο μέρες πριν τις αργίες να επιτηρεί τα ψυγεία της, το φαρμακείο της, το σπίτι ολόκληρο σα στρατηγός που περιμένει έλεγχο (κάπως θα λέγεται όλο αυτό στρατιωτικά αλλά μου διαφεύγει- επιθεώρηση; παρουσίαση; έφοδο;!). Μια μέρα πριν προμηθεύτηκε ένα κάρο «κουλά»: αντιβηχικό, αντιπυρετικό, ένα κολλύριο κι ένα αναλγητικό που της έλειπαν. Φυσικά και την κορόιδεψα λίγο- Χάνουν τέτοιες ευκαιρίες οι κόρες;!- περιμένοντας να πειραχτεί. Τίποτα, όμως! Αντιθέτως, καθόλου πειραγμένη, αλλά με ένα «αχ» που βγήκε πιο βαθιά από εκεί που βγαίνει ο συνήθης λόγος, μου είπε:
«Αχ, κοριτσάκι μου, από τότε που ήσουν μικρή, θυμάμαι πάντα στις αργίες να αρρωσταίνεις, ή να σκας στο βήχα, ή να χτυπάς…» και άφησε την πρότασή της ανοιχτή και το μυαλό της σε αναμνήσεις που μύριζαν ξενύχτια, αγωνίες και μητρική αγάπη.
«Άντε καλέ! Σιγά μην αρρώσταινα επί τούτου τις γιορτές! Απλώς τότε σας «φαινόταν» γιατί έλειπαν οι παιδίατροι κι ήταν κλειστά τα φαρμακεία!», είπα εγώ διατηρώντας την περιπαιχτική μου διάθεση.
Κι ήρθε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας.
Κι εκεί που χοροπηδούσε η Δάφνη, (κάτι στο οποίο μπορεί να διεκδικήσει το Χρυσό, τη στιγμή που θα γίνει Ολυμπιακό άθλημα)- φαπ! πάρτην κάτω! Όχι άτσαλα- όχι διαφορετικά από τις 3000 φορές που έχει πέσει- όχι εμφανώς επώδυνα τελοσπάντων.
Και να που πονάει- κι αρχίζει να κλαίει- κι έλα μου που αυτό το παιδί είναι σκληρό και ποτέ δεν κλαίει και δε λέει «πονάω»- κι εγώ δεν ξέρω τι να την κάνω Σάββατο μεσημέρι- και τρέχουμε με τον πατέρα της να βρούμε πιο νοσοκομείο εφημερεύει- κι εκείνη το φοβάται το νοσοκομείο και θέλει να πάει στην Αγγελική, την παιδίατρό της, η οποία όμως δεν υπάρχει λόγος να ενοχληθεί Σάββατο μεσημέρι- κι εγώ τα φοβάμαι τα νοσοκομεία στη Θεσσαλονίκη, δεν τα ξέρω.
Κι έρχεται η ώρα που κουράζεται- κι εμείς ακόμη δεν ξέρουμε τι να κάνουμε- και την παίρνει ο ύπνος και κλαίει μέσα στον ύπνο της «μαμά, μαμά, πονάω, πονάω»- κι εγώ στον όγδοο μήνα εγκυμοσύνης, πανικόβλητη, να θέλω κι εγώ να επαναλάβω το λόγια της : «Μαμά, μαμά, πονάω, πονάω» και να νιώθω την κοιλιά μου να πετρώνει από την αγωνία και τη στενοχώρια.
Πάνε και οι δουλειές, πάνε και τα ραντεβού, πάνε όλα.
Στο αυτοκίνητο, στο νοσοκομείο, στον ορθοπεδικό βολίδα: θλάση. Θα περάσει. Επάλειψη με αυτό, δέσιμο με εκείνο, οδηγίες, οδηγίες, οδηγίες.
Πριν το καταλάβω πέρασε κι η Κυριακή-
ποιος χαρταετός τη Δευτέρα; Με τι χέρι; Και με τι κοιλιά; Σπίτι παλουκωμένες.
Κι ήρθε το σήμερα. Είναι καλά η μικρή- απόλυτα. Το ίδιο κι η κοιλιά.
Μόνο ένα «αχ» βαθύ, πιο βαθύ από τα άλλα μου έμεινε, μια περίεργη επιθυμία να αγκαλιάσω τη μαμά μου και μια ακαθόριστη αντιπάθεια για τις γιορτές…
Καλή εβδομάδα σε όλους!