Στέκομαι στη μέση μιας καλύβας φτιαγμένης από άχυρο και λάσπη. Μοιάζει βράδυ αλλά δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι ώρα είναι. Δεν υπάρχει ρεύμα. Είμαι πολύ ταλαιπωρημένη από το πολύωρο ταξίδι μας στους κόκκινους χωματένιους δρόμους και διψάω. “Κανονικά” εγώ δεν πίνω πολύ νερό. Μου αρέσει η ζωή αλλά όχι το νερό που φέρνει ζωή. “We need water” λέω στον ψαρομάλλη μεσήλικα με τον οποίο θα μοιραστούμε απόψε την καλύβα. Είναι ο David, είναι 65, είναι καθηγητής από το Cambridge, είναι χαμογελαστός. Μου δείχνει το ποτήρι μισογεμάτο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι το νερό μας για απόψε. Για να πλυθούμε μετά το πολύωρο ταξίδι, τώρα που φτάσαμε στον πρώτο προορισμό, για να πλύνουμε τα δόντια μας, για να ξεδιψάσουμε. Μισό ποτήρι νερό για δυο ολόκληρους ανθρώπους. Διαλύομαι εσωτερικά, φοράω θάρρος και άνεση εξωτερικά και ανταποδίδω ένα πλατύ χαμόγελο. Ο David βγάζει από τη βαλίτσα του την κουνουπιέρα του, τυλίγεται με αυτήν και πέφτει στο πάτωμα για να κοιμηθεί. Δεν υπάρχουν κρεβάτια στην καλύβα μας, δεν υπάρχει νερό, δεν υπάρχει ρεύμα, δεν υπάρχουν έπιπλα, δεν υπάρχει φαγητό. Είμαστε σε ένα χωριό της Ουγκάντα. Είμαι για πρώτη φορά εθελόντρια. Φοβισμένη γι’ αυτά που πρόκειται να ζήσω μόλις ξημερώσει. Ξημερώνει άραγε στην Ουγκάντα;
Απόσπασμα από το βιβλίο μου “Όταν μεγαλώσω, θα γίνω εθελοντής” που αναμένεται να κυκλοφορήσει στην αγορά τους επόμενους μήνες. Εμπειρίες ζωής μέσα από τα “γυαλιά” ενός εθελοντή!