Είμαι 28 χρονών και μεγαλώνω ένα 6χρονο παιδί που δεν είναι δικό μου. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την τόσο ιδιαίτερη σύνθεση είναι πραγματικά πάρα πολύ απλοί. Χηρέψαμε και οι δύο. Εκείνος από ενήλικες να τον προστατέψουν κι εγώ από λόγους να μην τον αποδεκτώ και να του δώσω πια ένα γενναίο κομμάτι χώρου στη ζωή μου. Από νεαρή ηλικία, είχα καλές ιδέες. Καινοτόμες όπως θα έλεγε κανείς. Η πρώτη και βασική μου ήταν η κατοχύρωσή τους. Ύστερα απλώς άρχισα να βγάζω χρήματα προσφέροντας λύσεις απλού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, απλοποιώντας στην ουσία τις ζωές των συνανθρώπων μου. Στην αρχή, έδινα συμβουλές σε φίλους και γνωστούς. Αργότερα συνειδητοποίησα πως μου ήταν αδύνατο να διατηρήσω τις φιλίες μου, καθώς όλοι τους στρέφονταν σε μένα για συμβουλή, εγώ φυσικά την έδινα αλλά χωρίς να την προσφέρω. Το αποτέλεσμα ήταν απλό. Είμαστε όλοι κερδισμένοι και έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
Δε λέω, μου λείπει η παραγωγική μου περίοδος. Εκείνη, όπου βρισκόμουν ανάμεσα στα φώτα και τη χλιδή των κεφαλαιούχων φίλων. Όπου η παρατηρητικότητα με πηγαία απλότητα μου χάρισε ένα πέραν του δέοντος ευ ζην και το γούστο μου οξυνόταν διαρκώς και καθημερινώς μέσα από το ικανοποιητικό φάσμα εμπειριών, χαρακτήρων, κορμιών και αισθητικής.
Είμαι εντελώς ανιστόρητος άνθρωπος, και χωρίς βάθος στις γνώσεις μου, όχι επιφανειακός, όσο πρόχειρος. Μου αρέσει να μιλάω, σιχαίνομαι να ακούω και η φαιά ουσία της σκέψης μου, της όποιας σκέψης μου πυροδοτείται από παράγοντες ανεξάρτητους πια από την ανθρώπινη παρουσία. Όχι μόνο από τη φύση, ίσως καθόλου από τη φύση. Περισσότερο από το έργο του ανθρώπου που έχει πια παραδοθεί στην ανθρωπότητα προς χρήση ή τέρψη. Σκέφτομαι. Δεν υπάρχω. Αλλά σκέφτομαι.
Ο θάνατος των γονιών του και ο ερχομός του στη ζωή μου, ήταν αμιγώς ένα απότομο γεγονός. Συνέβη βέβαια, να με πιάσει, για καλή τύχη και των δυο μας, σε μια περίοδο όπου είχα κάπως σιχαθεί τον εαυτό μου, οι ιδέες μου είχαν αρχίσει να με κάνουν να ξερνάω μέσα μου και ο περίγυρός μου, γεμάτος από πραγματικά ρηχές σχέσεις, είχε αρχίσει να μου προκαλεί αποστροφή. Το “ναι, φυσικά” στο γραφείο του δικηγόρου, ήρθε μόνο του, αβίαστα και αποφασιστικά.
Ο μικρός, είναι αρκετά καλός. Είναι ακόμη καλύτερος όταν δεν προσπαθώ να του εμφυσήσω κάποια γνώση. Η ανεμπιστοσύνη μου στο σύστημα παιδείας με έχει κάνει να τον προχωρήσω αρκετά. Είναι τώρα πρώτη Δημοτικού και έχει τη δυνατότητα να διαβάσει, να γράψει, να προσθέσει και να αφαιρέσει. Ίσως το καλοκαίρι δοκιμάσουμε πολλαπλασιασμό. Θα δω.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ξεκινήσαμε να διαβάζουμε τον Ροβινσώνα Κρούσο. Ήθελα να ξεκινήσω με το μύθο του Σισσύφου, αλλά σκέφτηκα πως είναι αρκετά μικρός και μεγάλος για να καταλάβει το μεγαλείο της τραγικότητας της επαναληψιμότητας. Άφησα στο υποσυνείδητο, σε μια φούσκα την πρώτη επιλογή, να βασανίζει αρχικά εμένα, και προχώρησα στη δεύτερη.
Είχα τη μνήμη. Διαβάσαμε το βιβλίο μικρά. Το διαβάσαμε, μας το διάβασαν, δεν έχει σημασία. Είχα την ιστορία κατά νου και ακόμη περισσότερο τη χροιά της. Κάτι σπουδαίο είχε κάνει αυτός ο τύπος, θυμάμαι. Θυμάμαι τις στιγμές σιωπής και περισυλλογής την εποχή που εγώ μάθαινα εκείνη την ιστορία. Καλή φάση. Αυτό θα κάνω. Θα του δώσω να δοκιμάσει μια γεύση που μου άρεσε.
Διαβάζουμε δυο κεφάλαια την ημέρα και ήδη έχουν αρχίσει οι ερωτήσεις. Όχι την ώρα που διαβάζουμε. Μετά, στον περίπατο. Η πρώτη ήταν αναγνωριστική, για να ελέγξει τα αντανακλαστικά μου μάλλον το βρωμόπαιδο. “Ποιό είναι το μεγαλύτερο ζουζούνι στον κόσμο;”. “Ρε συ, δεν έχω ιδέα”, ήταν η αποστομοτική κατάρρευση των εγκυκλοπεδικών μου γνώσεων. “Εγώ ξέρω. Η κατσαρίδα”, συνέχισε ο Πάπυρος Λαρούς. Δεν το πίστεψα και του το έδωσα να το καταλάβει. Προσέχοντας το δρόμο να μη μας πατήσει κανένα αυτοκίνητο, από αυτούς τους ασυνείδητους που δε φταίνε κι εκείνοι που δεν έχουμε επαρκή πεζοδρόμια, αλλά κάποιος πρέπει να φταίει για το αίσθημα ανασφάλειάς μου, τον έκανα με το ερωτηματικό μου να χαμηλώσει το βλέμμα και ψάχνοντας ανάμεσα στους μικροκόκκους του τσιμέντου, να βρει τη σωστή απάντηση. Ποιό είναι το μεγαλύτερο ζουζούνι του κόσμου;
Η δεύτερη ερώτηση όμως, ήταν πιο σημαντική και με πολύ πολύ ζουμάκι. “Πώς έγινε το πρώτο σπίτι;”. Το πήγα και παρακάτω. “Εννοείς αφού έφυγαν από τις σπηλιές;”. Μου χάρισε ένα επιστημονικό βλέμμα. Εκείνο που με λίγη απογοήτευση για την αποτυχημένη αρχική υπόθεση, προχωρά γεμάτο ενέργεια για την επόμενη, έχοντας όμως ήδη απαντήσει σε ένα σωρό άχρηστα ερωτήματα που θα έτρωγαν απλώς πολύτιμο χρόνο.
Ναι όντως, οι σπηλιές ήταν κάτι. Τι έκανε τον άνθρωπο να φύγει από τη σπηλιά και να χτίσει; Ο περίπατος ολοκληρώθηκε και το ερώτημα έμεινε αναπάντητο. Σκεφτήκαμε τα τρία γουρουνάκια και τη σειρά δομικής αντοχής που εισήγαγε εκείνο το παραμύθι. Δεν ικανοποιηθήκαμε από την απάντηση. Προσπαθήσαμε να δώσουμε επιχειρήματα στον αέρα, με μια εμμονική προσκόληση στο “Γιατί όμως να φύγει από τη σπηλιά ο μπουμπούνας.” . Η απάντηση, ή έστω μια απάντηση, ήρθε μόνη της, όπως συνήθως συμβαίνει, όταν ανοίγεις μια ερώτηση απευθυνόμενη στην Ιστορία όλης της Ανθρωπότητας, τις βάσεις της ύπαρξης και της συνύπαρξης ακόμα χειρότερα. Ο Ροβινσώνας Κρούσος, έφυγε από τη σπηλιά του, όταν λόγω ενός σεισμού, ένιωσε ανασφάλεια και θέλησε να προστατευθεί ακόμα καλύτερα.
Μπορεί δηλαδή να είμαστε και φυσικά όντα, κρίκοι στην αλυσίδα της εξέλιξης και να έχουμε ακόμη ελπίδες για ζωή. Φεύγουμε από κάτι για να πάμε σε κάτι καλύτερο. Ναι αυτή είναι η απάντηση που θέλω να του δώσω σήμερα. Φεύγουμε από κάτι για να πάμε σε κάτι καλύτερο.