Για τον Κ.Μ.
Όπως με κάθε πένθος, έτσι και με αυτό, το πένθος της φυσιολογικότητάς μας, ζω και περνώ στάδια.
Είμαι στο θυμό.
Διαβάζω αναρτήσεις γνωστών:
Οι «καλλιτέχνες»
«Ώρα να γράψω εκείνο το βιβλίο (το οποίο είναι τουλάχιστον επιπέδου Προυστ)», «ώρα να παράγω εκείνο το κομμάτι (καθότι από το πακέτο ταλέντο/ γνώση/ χρόνος ξεκάθαρα μου λείπει μόνο το τελευταίο», «ευκαιρία να επεξεργαστώ εκείνες τις φωτογραφίες (που τράβηξα σε φιλμ τόσο καιρό πριν που δεν υπήρχε ακόμα ψηφιακή φωτογραφία)», «να κάνω εξάσκηση στην κιθάρα (που την έχω παρατήσει στα σοβαρά από τον προηγούμενο αιώνα)».
Κι αναρωτιέμαι: περιμένατε να σταματήσει η ζωή για να ζήσετε?
Δε σας βασάνιζε το κείμενο που δε γραφόταν; Δε σας κρατούσε ξύπνιους τα βράδια; Δεν πασχίζατε μέσα στο καθημερινό επιβαρυμένο πρόγραμμά σας να βρείτε μια στάλα ποιοτικού χρόνου (ή έστω… χρόνου, ποιον κοροϊδεύω) για να καθίσετε απόλυτα ήρεμοι και σε απομόνωση να παιδευτείτε να δώσετε σχήμα και μορφή στην άυλη εκείνη ιδέα που κατά κανόνα στοιχειώνει τις στιγμές ηρεμίας σας; Δεν νιώθατε άρρωστοι, όταν δεν το καταφέρνατε και λυτρωμένοι όταν η επεξεργασία σχεδόν έφτανε στο τέλος της;
Τον κορονοϊό περίμενε η τέχνη για να ξεπηδήσει από μέσα σας;
Οι «αισιόδοξοι»
Πάρτυ στα ινστα στοριζ, μουσικές, μακιγιάζ, φτερά μπόα, εκείνο το ηλίθιο στρογγυλό φως για σέλφιζ positive vibes και συνολικά έκσταση 18χρονης φοιτήτριας από την επαρχία στο πρώτο της πάρτυ στα Λαδάδικα.
Εν μέσω κορονοϊού!
Κόπηκε η ζωή μας στα δύο. Για κάποιους για πάντα και όχι για όσο θα κρατήσει αυτό. Άνθρωποι χάνουν καθημερινά φίλους και συγγενείς, άλλοι τις δουλειές τους, άνθρωποι ζουν στο ίδιο σπίτι με τους θύτες τους, υπάρχουν παιδιά που τρώνε ξύλο αυτές τις μέρες. Δεν είναι η μεγαλύτερη τραγωδία να κάτσουμε λίγο άβαφες, στις φόρμες μας, με το μαλλί πιασμένο κότσο και να σκεφτούμε πόσο δύσκολα την έχουν κάποιοι από την ομάδα μας, από το team people. Δεν είναι «κακή ενέργεια» ή διαλέξτε την μεταφυσική πίπα που ταιριάζει περισσότερο στην κατάσταση (vibes, energy, aura) το να συνειδητοποιούμε και να σιωπούμε λίγο. Τόσο όσο μας χρειάζεται να σκεφτούμε και να κρίνουμε πως θα ήταν καλύτερο να αντιδράσουμε. Κι αν καταλήγετε στο ότι το Lalaland είναι ο προορισμός σας, καλοτάξιδοι.
Οι «διπολικοί»
Με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος να με ρωτήσει από πού ψωνίζω βινύλια στο ίντερνετ. Ξεκαρδίστηκα! «Καλά, εσύ δεν ξέρεις πως ανοίγει το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, γιατί ρωτάς για δίσκους!», απόρησα. Η επαφή του με τη μουσική, όση η δική μου με τα καρμπιρατερ. Να μη σας τα πολυλογώ, σε δέκα μέρες μέσα ο άνθρωπος έχει μετατραπεί από αδιάφορος σε ειδήμονα. Εξοπλισμός πλήρης, δισκοθήκη πλήρης: κάπως σα δωμάτιο στο ΙΚΕΑ που στήνεται ολόκληρο και τζούφιο εν μια νυκτί.
Ο άλλος πάλι βγαίνει φωτογραφίες μπροστά σε στοίβες με αδιάβαστα δεκαετίας και γράφει: Επιτέλους, χρόνος για διάβασμα!
Δηλαδή δέκα χρόνια παρά δέκα μέρες, τι διάβολο έκανες, μεγάλε?! Στοίβαζες για να έχει πιο σοφιστικέ background το απελπισμένο, πλην ιντελέξουαλ, στόρυ σου;
Το έζησα και σε παραλλαγή φωτογραφική. Το έζησα και σε παραλλαγή εκφωνητική.
Ξεπηδάνε σκοτεινοί θάλαμοι, στούντιο, δισκοθήκες και βιβλιοθήκες από το πουθενά και μαζί τους ύφος και απόψεις δεύτερο χέρι, με άρωμα δογματισμού και ημιμάθειας.
Οι «πανταχού»
Το πλήρες ημερολόγιο της απομόνωσης του καθενός δημοσιευμένο σε ό,τι πιάνουν πιξελς: έφαγα αυτό (δείχνει μόνο τη σαλάτα, τα κρέατα που στάζουν από δίπλα μόκο), έκανα εκείνο (γυμναστική ντεμέκ με το ριμελ άθικτο και ιδρώτα ποτέ), διάβασα αυτό (δεν το έχει διαβάσει), μίλησα με τόσους ταυτόχρονα (τηλεδιάσκεψη ήταν, όχι όργιο- we don’t care), άκουσα αυτό (σας δείχνω την κουλ επιλογή- κάτι σιχάματα του ελέους που τα ντρέπονται τα σκυλάδικα της Κατερίνης τα κρατάω μυστικά), είδα από το παράθυρο εκείνο (το κοινότοπο θέαμα), χάζεψα με αυτό (το τάχα κουλ γιατί τρέντινγκ σήριαλ στο νέτφλιξ που το έχουμε ακούσει από χίλιες μεριές) και, τέλος, να και τα σεντόνια που κοιμήθηκα (το κομμάτι που είναι καθαρό).
Λυπηθείτε μας.
Δεν αντέχουμε τον εαυτό μας αυτές τις μέρες – πόσο μάλλον τις λεπτομέρειες της έγκλειστης ζωής σας.
(Εξαιρούνται όσοι καταπίνουν φωτιές, μαχαίρια, κάνουν σκοινιά, υπνωτίζουν βόες λαιβ, οι pole dancers και οι λοιποί ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ διασκεδαστές, οι οποίοι μας καταμετρούσαν ήδη στο κοινό τους).
Οι «θυμωμένοι»
Είναι και κάτι τύποι, μάλλον αλαζόνες, που θεωρούν ότι το είχαν βρει: είχαν βρει τη φόρμουλα να είναι καλά. Στη ζωή τους χώραγαν δουλειά, παιδιά, έρωτες, γυμναστικές, γιόγκες, βιβλία, μουσικές, ταξίδια, εκπλήξεις, ενδοσκόπηση και τρέλες. Είναι εκείνοι που θεωρούν ότι αδίκως τους συμβαίνει όλο αυτό: έπλεναν τα χέρια τους ανέκαθεν, έβγαιναν έξω με σύνεση και χωρίς να συναγελάζονται, παραβλέποντας τους κινδύνους της έλλειψης ατομικής ευθύνης, φερόταν με μέτρο… Εκείνοι, όταν είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται, έπαθαν διπλό σοκ: ένα για το συμβάν κι ένα για τις αντιδράσεις των γύρω, τους οποίους κι άρχισαν να κατηγοριοποιούν σε «καλλιτέχνες», «πανταχού» και τα τοιαύτα. Αυτοί έχουν δύσκολο κι ανηφορικό δρόμο κι η απομόνωσή τους είναι για καλό των υπολοίπων που διατηρούν την αισιοδοξία και το κέφι τους άσβεστο.
Υπάρχουν κι άλλες φυλές, αλλά- δε μπορεί, οι παραπάνω είναι σίγουρα οι πιο ενοχλητικές. Εκεί που φτάνεις στο ιερό FUCK YOU, ιδανικά σε νέον, να αναβοσβήνει μέσα στο κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις:
στην ιδέα να υπάρχουν αγορές με κρέατα άγριων ζώων,
στον τύπου που έφαγε το φίδι,
στο φίδι που είχε κάνει σεξ με τη νυχτερίδα,
στη δυνατότητα των ιών να μεταλλάσσονται, ενώ εμείς δε μπορούμε τόσα χρόνια μια άκρη με την τηλεμεταφορά να βγάλουμε,
στον κορονοϊό τον ίδιο,
στην ρητορική που συνοψίζεται στο «γιατί σε μένα»,
και σε μένα που αντί να μαθαίνω στη Δάφνη την προπαίδεια του οκτώ (που δεν την ξέρω) κάθομαι και θυμώνω και γράφω άρθρα για τις φυλές (ορδές) ανθρώπων (ηλιθίων) στις μέρες αυτής της τρελά post apocalyptic μαλακίας… του κορονοϊού (στον οποίο, ωστόσο, χρωστάω το ότι έμαθα επιτέλους να χρησιμοποιώ διαλυτικά).
Μέχρι την επόμενη, να είστε όλοι καλά, σωματικά και ψυχικά και να θυμάστε ότι σε όποια κατηγορία και να ανήκουμε, δε ζούμε ιστορικές στιγμές- τις γράφουμε κιόλας.
Καλή συγγραφή y’all.