Την Κυριακή 3/10/21, έκλεισα εισιτήρια για να δούμε τον Πέτρο και τον Λύκο, το γνωστό μουσικό παραμύθι του Σ. Προκοφιεφ στο Αριστοτέλειο Θέατρο. Η αλήθεια είναι πως έκανα την κράτηση σχεδόν αντανακλαστικά: έχουμε πάρα πολύ καιρό να πάμε σε κλειστό θέατρο, έχουμε πολύ καιρό να δούμε οποιαδήποτε παράσταση, το Αριστοτέλειο είναι πολύ κοντά στο σπίτι μας, οι ώρες βολικές (έχει δύο παραστάσεις την ημέρα) υπήρχαν διαθέσιμα καλά εισιτήρια και το τελευταίο και βασικό : μερικά έργα θεωρώ ότι όσες περισσότερες φορές τα παρακολουθήσεις τόσο καλύτερη άποψη αποκτάς και το συγκεκριμένο τα παιδιά μου δεν το έχουν δει καμία φορά επί σκηνής.
Από κάθε άποψη ήταν ευκαιρία.
Βλέποντας λίγο το δημιουργικό του προγράμματος και τις φωτογραφίες- δε θα πω ψέματα- είχα τις επιφυλάξεις μου. Έχοντας ζήσει για λίγο στην επαρχία, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, έχω πετύχει παραστάσεις που ήταν σκέτη ντροπή: μια καθαρή κερδοσκοπική ενέργεια, κρυμμένη πίσω από φτηνό εντυπωσιασμό, κοστούμια που λαμπυρίζουν, μουσική του συρμού, έντονο φωτισμό και βλακώδεις ερμηνείες που δεν προσβάλουν απλώς τη νοημοσύνη και την αισθητική μας, αλλά βάζουν σε κίνδυνο την όποια αισθητική αρτιότητα προσπαθούμε να δώσουμε στα παιδιά μας μέσω της έκθεσής τους στην τέχνη. Όχι ότι στις μεγάλες πόλεις δεν έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα- έχουμε όμως την επιλογή να το απορρίψουμε και να επιλέξουμε κάτι άλλο στη θέση τους. Έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής.
Διστακτικά, φτάσαμε στο θέατρο, κατευθυνθήκαμε προς την Α σειρά, όπου ήταν οι θέσεις μας, καθίσαμε κι αρχίσαμε να παρατηρούμε το περιβάλλον.
Παιδικές φωνές, τσιρίδες, κάποια λίγα κυνηγητά, πατατάκι και ποπ κόρν ατελείωτο, κινητά να χτυπάνε και γενικώς μια εικόνα αλάνας, αλλά όχι θεάτρου.
Δικαιολογώ οποιονδήποτε σπόρο μέχρι 2, άντε 3 χρονών: φυσικά και δε θα κάτσει μια ώρα στο κάθισμά του, φυσικά και δε θα ελέγξει τη φωνή του και θα μιλήσει πιο δυνατά από ότι πρέπει, φυσικά κι αν πεινάσει, θα πρέπει κάτι να τσιμπήσει, αν διψάσει κάτι να πιεί. Οι υπόλοιποι δεν ξέρω τι δικαιολογία έχουν. Δηλαδή, πραγματικά: ποιος άνθρωπος άνω των 3 ετών στις 5 το απόγευμα μιας κοινής Κυριακής, αν δε φάει από τις 5 έως τις 6 το απόγευμα κινδυνεύει;!
Κι εν πάση περιπτώσει: τι είναι το θέατρο; Το σαλόνι της κουμπάρας; Να τρώμε και να πίνουμε, να γελάμε και να φωνάζουμε λες και πήγαμε επίσκεψη σε άνθρωπο οικείο;! Όχι, όχι και πάλι ΟΧΙ! Το θέατρο είναι χώρος ιερός, όπου συμβαίνει κάθε φορά ένα μικρό θαύμα: οι ηθοποιοί και οι συντελεστές σε πραγματικό χρόνο και μπροστά στα μάτια μας καταθέτουν την ψυχή τους, αλλάζουν, μεταμορφώνονται και μας συνεπαίρνουν κι είναι αυτή ακριβώς η εμπειρία – η μέθεξη, όπως επιτυχημένα ονομάζεται και η θεατρική εταιρία παραγωγής του έργου– που μας βελτιώνει, μας δονεί, μας δίνει τροφή για σκέψη και ώθηση για βελτίωση.
Αλλά ας φύγω από την πλατεία κι ας επιστρέψω στη σκηνή.
Πανί καλύπτει τη σκηνή- θέσεις για πέντε μουσικούς- 3ο καμπανάκι- τα φώτα της πλατείας χαμηλώνουν κι ο Χρήστος Τριπόδης βγαίνει στη σκηνή και την γεμίζει. Όσοι παρακολουθείτε τηλεόραση τον ξέρετε και τον αγαπάτε. Για μένα, πάλι, αυτή ήταν η πρώτη επαφή και με κέρδισε από το πρώτο λεπτό με την αμεσότητά και την τεχνική του αρτιότητα. Τόσο ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, με τη συνδρομή του βοηθού σκηνοθέτη Δημήτρη Αγορά, έστησε μια παράσταση με τον καλύτερο τρόπο, έντιμα, επιμορφωτικά, με χιούμορ, ρυθμό και μπρίο.
Θα είχα απορήσει γιατί, με τόσο πλούσια φωνή, χρειάζεται μικρόφωνο, αλλά είπαμε: σαλόνι της κουμπάρας. Αναρωτήθηκα επίσης, διαβάζοντας κάθετα το βιογραφικό του, κατά πόσο έπαιξε ρόλο στην απόφασή του να δημιουργήσει μια Παιδική Σκηνή, η έλευση των παιδιών του στον κόσμο, αλλά το θέαμα παραήταν ωραίο για να με αφήσει να κάνω δεύτερες σκέψεις οπότε, ασορτί με τα παιδιά μου, προσηλώθηκα.
Μας συστήθηκαν οι μουσικοί, οι οποίοι ευκαιρίας δοθείσης έσπαγαν το κλισέ της ανέκφραστης ορχήστρας κι έπαιρναν οργανικό ρόλο στην παράσταση. Οι μεγάλοι γελάσαμε με τις “πρωτότυπες συνθέσεις” του Αιμιλιανού Σταυριανού στο πιάνο, ενώ οι μικροί ξεκαρδίστηκαν με την ενήλικη αθωότητα και τον αυθορμητισμό με τον οποίο έχτισε τον χαρακτήρα του- κι ας μην ανήκε στο team των ηθοποιών. Απολαύσαμε τη φωνή και την επιδεξιότητα του Μάριου Ιβάν Παπούλια, ο οποίος πέρα από την ενορχήστρωση, έπαιξε βιολί και κρουστά, συχνά αλλάζοντας όργανο με ταχύτητα, συγκέντρωση και ακρίβεια οδηγού αγώνων, ενώ δε μου διέφυγε ότι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης παρέμεινε εντός ρόλου (in character), με το πρόσωπό του να παραμένει απίστευτα εκφραστικό, ως άλλος ένας προβολέας που τόνιζε τα δρώμενα της παράστασης. Εξίσου δυνατή παρουσία είχε και το σαξόφωνο, με τον Θοδωρή Πιστόλα να δίνει θεατρικότητα και κίνηση ανάλογη του ρόλου του παππού του Πέτρου. Στο βιολοντσέλο έχω αδυναμία και δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να σταθώ αντικειμενικά και να κρίνω τη Δέσποινα Σπανού που στάθηκε με χαμόγελο στη σκηνή κι υπήρξε μια ευχάριστη παρουσία, σε αντίθεση με τη διπλανή της Κωνσταντίνα Ρούσσου, η οποία φαινόταν να αισθάνεται, αν όχι άβολα, αμήχανα στη σκηνή- χωρίς αυτό ωστόσο να προκύπτει από τη μουσική της εκτέλεση, όσο από την σκηνική της παρουσία.
Όλη η δράση εκτυλίσσεται ως θέατρο σκιών, κατά κάποιον τρόπο. Οι χορογραφίες της Χριστίνα Μπίτου, σε εκτέλεση της ίδιας της χορογράφου και της Αριάννα Ζαρμακούπη ενίσχυσαν με τρόπο δωρικό το θεατρικό δρώμενο και κατάφεραν, όχι απλώς να μας μεταφέρουν το σύνολο της πληροφορίας του παραμυθιού, αλλά με εργαλείο την πλαστικότητα των χορευτριών και τα σωστά επιλεγμένα κοστούμια τους- αέρινες διαφάνειες σε τέλεια συνδιαλλαγή με το φως, σε επιμέλεια Μυρτώς Πετάση, να δημιουργήσουν παλμό και συναίσθημα.
Άφησα το καλύτερο για το τέλος: τα φώτα.
Τα φώτα ήταν μια εμπειρία από μόνη της και, κατά την ταπεινή μου, ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ίσως θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι όταν δεν έχεις σκηνικά, όταν δεν έχεις παρά μόνο έναν ηθοποιό επί σκηνής, όταν όλη σου η δράση προκύπτει από σκιές και μουσικά όργανα – των οποίων όμως η κινητικότητα είναι σαφώς περιορισμένη, κάτι θα πρέπει να υπάρχει που να αναβαθμίζει και να συμπληρώνει το σύνολο κι αυτό το κάτι σε αυτή την παράσταση ήταν ο φωτισμός. Εξαιρετικό δείγμα γραφής από τον Ρίζο Τσιγάρη, για τον οποίο ψάχνω πληροφορίες σαν τρελή και το ίντερνετ μοιάζε να έχει τρυπήσει και να τις έχει εξαφανίσει όλες. Ποιος είναι; Τι άλλο έχει κάνει; Πού βρίσκουμε δουλειά του; Είναι συνωνυμία ή ο ίδιο που εμφανίζεται στο IMDB σε μια ταινία του 1994; Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο δυνατός δημιουργός να είναι τόσο αφανής και να μην έχει αφήσει ψηφιακό αποτύπωμα;! Από την άλλη όταν η δουλειά σου μιλάει τόσο δυνατά, ίσως δε χρειάζεται να πεις πολλά κι ο ίδιος…
Το παραμύθι ξετυλίχτηκε, τα παιδιά προ(σ)κλήθηκαν να συμμετέχουν κι εκείνα ανταποκρίθηκαν με πάθος, μικροί- μεγάλοι γελάσαμε, το ζήσαμε κι όταν μιάμιση ώρα αργότερα τα φώτα έσβησαν και το χειροκρότημα έπαυσε βγήκαμε στον “έξω κόσμο” με μια γεύση πληρότητας και βαθιάς ικανοποίησης: η παράσταση αποδείχτηκε εξαιρετική και το απόγευμα θεωρήθηκε κερδισμένο.
Περιττό να το επαναλάβω ίσως, καθώς προκύπτει απ’ ότι έγραψα:
Να πάτε να δείτε τον Πέτρο και τον Λύκο, από την Παιδική Σκηνή του Χρήστου Τριπόδη και τη Μεθεξις, που συνεχίζει την περιοδεία του στην Πάτρα και να έχετε το νου σας σε μελλοντικές τους παραστάσεις: γίνεται δουλειά, φαίνεται και… αρέσει!