Σήμερα το πρωί είπαμε να πάμε με τα πόδια. Του φαινόταν λίγη η ώρα που περνούσαμε μαζί τα πρωινά, κατεβαίνοντας με τη μηχανή και είχε δίκιο.
Έτσι λοιπόν, η ώρα ήταν 06:29 κι εμείς τρώγαμε το πρωινό μας.
Εγώ για πρωινό πήρα δύο μεγάλα ποτήρια νερό κι αυτά με το ζόρι. Εκείνο μασουλούσε τα δημητριακά του με κατσικίσιο γάλα. Χαράς το κουράγιο του λέω εγώ.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με τις απαραίτητες καθυστερήσεις, ένα Royal Colley στο λουρί , μια ορθοπεδική σάκα στην πλάτη ενός ενήλικα και ένα ντυμένο με στολή σχολείου επτάχρονο παιδί.
Ήταν ωραίο με τις ποδοσφαιρικές του κάλτσες ίσα με το γόνατο. Λευκές με αναγραφή. Υπέροχο θέαμα. Ήθελα να το κρατήσω, να το πάρω αγκαλιά.
Έκανα να το αγγίξω κι απομακρύνθηκε. Έκανε δυο βήματα δεξιά και συνέχισε το δρόμο του για το σχολικό. Έκανα άλλη μια κίνηση αφού περάσαμε με επιτυχία το δρόμο, σκυλί, παιδί, γονιός, έστω κηδεμόνας, με την ίδια αντίδραση.
Αποφυγή.
Λέω μέσα μου, κάτι έχω κάνει λάθος. Λείπω πολύ. Το παραδέχομαι. Είμαι εδώ όμως τώρα, γιατί αυτή η αποφυγή; Ακούστηκε το κάλεσμά μου και εισακούστηκε!
Ο ένοχος εφανερώθη.
Ένα σπαθί από χαρτί φτιαγμένο. Δεν ήταν δε ένα οποιοδήποτε σπαθί, ήταν ένα σπαθί με ιδίως φτιαγμένη θήκη! Έκανα καιρό να δω μια τόσο καλή κατασκευή. Χαρτί και σελοτέιπ… πρέπει να του πήρε ώρες του άτιμου!
“Μεγαλούργημα” λέω εγώ φωναχτά. Πήρε ίσαμε 10 πόντους το πιτσιρίκι. Δεν το περίμενε. Η κατσάδα ήταν πιο πιθανό εκλεγμένο σενάριο στο μικρόκοσμό του. Κρυβόταν δε με απέφευγε. Είχε πέσει τόσο έξω. Εντυπωσιάστηκα. Το έδειξα.
Νίκησε.