… τέτοια ώρα όπως πριν τη Δάφνη. Μόνη. Ανεξάρτητα από το τι μέρα είναι.
Κι όταν είμαι μόνη σκέφτομαι από πανέξυπνα πράγματα μέχρι πανηλίθια. Το παρακάτω ξεκίνησε για ανόητο αλλά με οδήγησε σε με μίνι-επιφοίτηση.
Μοιράζομαι αμέσως.
Εκεί που κάθομαι στο κρεβάτι με Δ. κοιμισμένη σε ανάπτυξη Η (βλ. momfatale weekend), θυμάμαι άρθρο που έχω διαβάσει για μια τύπισσα που για ένα ικανό, όπως προέκυπτε από το πόσο εντυπωσιασμένοι ήταν όλοι, χρονικό διάστημα δεν κοίταξε το είδωλό της οπουδήποτε.
Αυτοπείραμα ντεμέκ.
Είχα σκεφτεί τότε ότι αυτό το χρονικό διάστημα – δε μπορώ να πω κοιτάξει – αλλά παρατηρήσει τον εαυτό μου στον καθρέφτη ήταν πολύ πιθανό να το έχω περάσει. Ήταν ακραίο; Ήμουν αυτό-πείραμα; Πόσο είχα θηλάσει μικρή; Τι έφταιγε;
Και να που ήδη το σκεφτόμουν.
Σηκώθηκα, πήγα στον καθρέφτη, κοιτάχτηκα, κάτι μου ξίνισε, δεν επέμεινα. Πάντα έτσι το πάω και μετά, με κοφτά πλάγια, την κάνω από την εμβέλεια του καθρέφτη.
Δεν το πιέζω, δεν κοιτάω λεπτομέρειες, δεν είμαι ο τύπος που όταν καταλάβει ότι αυτό στη μέση του δρόμου δεν είναι σακούλα αλλά πρώην ζώο δε θα αποστρέψει το βλέμμα, βρε αδερφέ.
Αυτή τη φορά, όμως, επέμεινα.
Τι δε μου αρέσει. Τι δε μου αρέσει επάνω μου.
Εκεί- μανία.
Διαπίστωσα ότι δε μου αρέσει η φάτσα μου. Έχω ηλίθια μάγουλα και μέχρι τα πενήντα θα είμαι σα μπόξερ. Σκυλί. Με ηλίθια μάγουλα.
Πήγα –ενάντια στη φύση μου- πιο κοντά στο γυαλί που διπλασίαζε την αρκετή ήδη ύπαρξή μου. Τι έχουν τα μάγουλά μου και δε μου αρέσουν; Είναι πεσμένα.
Θέλουν νυστέρι. Τράβηγμα. Πήρα κιλά με την εγκυμοσύνη, πολλά κιλά, φούσκωσα και να το αποτέλεσμα του ξεφουσκώματος. Η αρχή της δίπλας που θα έχω για μούρη στα πενήντα. Θα περπατάω και θα μου λένε «ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου;» και θα πέφτουν ανάσκελα από τα γέλια.
Ουφ.
Σήκωσα το κεφάλι.
Γιατί ρε βλάκα κοιτάς προς τα κάτω;, αναρωτήθηκα.
Το σήκωσα κι άλλο.
ΩΩΩωωωωωωπ.
Για κάποιο περίεργο λόγο πήρα και ανάσα μαζί. Σα να μου ‘φευγε ένα βάρος. Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα πως κάποιος μου έκανε μασσάζ. Για κάποιο ηλίθιο λόγο άνοιξα τα μάτια.
Να κοιτιέσαι με τον εαυτό σου με ύφος «αχ, κοίτα! Έχουν αφήσει 3.000.000 κουνελάκια ελεύθερα», δεν είναι κάτι που μου συμβαίνει κάθε μέρα. Οπότε. Έμεινα κόκαλο για μερικά δευτερόλεπτα διατηρώντας μάλιστα και το σχετικό χαμόγελο επίσης κόκαλο και μετά φυσικά με έπιασε νευρικό γέλιο.
Φαινόμουν ωραία χαρούμενη. Πιο νέα, πιο φωτεινή, πιο όμορφη. Τα μάγουλα συγκεκριμένα ήταν στην καλύτερή τους! Πρωταγωνιστές όταν χαμογελούσα.
Αυτονόητο;
Για μένα μια μικρή επιφοίτηση.
Η ευτυχία,ή η χαρά, για να μιλάμε σε επίπεδο καθημερινότητας, είναι αρχαία και πανανθρώπινη πηγή ομορφιάς, ακόμη και υγείας.
Το νυστέρι χρειάζεται. Μεταφορικά. Για να αφαιρέσεις από τη ζωή σου ό,τι σου κόβει τη χαρά και το χαμόγελο. Την ομορφιά και την υγεία.
Καταλήγω, γιατί ξεκίνησα να σας τα πω με συντομία και σε λίγο θα βγάλω βιβλίο.
Αν με δείτε μια από αυτές τις μέρες με το καινούριο μου πρόσωπο, που θα σας χαμογελάει όσο πιο ασταμάτητα γίνεται, μην φανταστείτε ότι έπαθε τίποτα κανένα νεύρο ή το χτύπησα το μποτοξάκι. Είναι που θα προσπαθώ να δω τη ζωή από την ευχάριστη και θετική της πλευρά.
Αυτοπείραμα.
Για το νέο έτος.
Ρεζολούσιον ντεμέκ.
Καλή Χρονιά!
(Α, ρε Θεσσαλονίκη. Μου είχες λείψει.)